- κανισκώδης
- κανισκ-ώδης, ες, korbartig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κανισκώδης — κανισκώδης, ες (Α) [κανίσκος] αυτός που μοιάζει με κανίσκι, με καλάθι («κανισκῶδες πλέγμα», σχόλ. στον Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κανισκῶδες — κανισκώδης basket like masc/fem voc sg κανισκώδης basket like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)